Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

Με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας, η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διπλωματίας του Yπουργείου Εξωτερικών δημοσίευσε στο
YouTube μια καμπάνια υπό τον τίτλο «Did you know you speak Greek?» (Γνωρίζατε ότι μιλάτε Eλληνικά;)

Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΘΕΜΑ: Οι επισκέψεις μιας γυναίκας από την Τουρκία στο σπίτι του συγγραφέα και το μυστήριο που την συνοδεύει.

ΑΝΑΛΥΣΗ

Τίτλος : Ο τίτλος αναφέρεται στο σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ και στο οποίο σήμερα στεγάζεται το τουρκικό προξενείο. Στην ίδια γειτονιά βρισκόταν και το σπίτι της οικογένειας του Γ. Ιωάννου, στο κατώφλι του οποίου κάθεται στις επισκέψεις της η μυστηριώδης γυναίκα.

1η ενότητα: §1-2η  Η μορφή και οι κινήσεις της γυναίκας κατά τις επισκέψεις της.

Χαρακτηριστικά :·         μαυροφορεμένη·         μέ εὐγένεια·         Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη,·         διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα.
Κινήσεις:·         Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς,·         αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά·         Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα.·         Ἡ ξένη τά (τα μούρα) ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση.
Προξενούσαν απορία:·         ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε.·         Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς·         ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι,

2η ενότητα: §3-6η  Η απαρίθμηση των επισκέψεων της γυναίκας αυτής.

  1. Α’ επίσκεψη: 1936: ζήτησε η ίδια μούρα με την πρόφαση ότι ήθελε να τα φυτέψει στον κήπο της
  2. Β’ επίσκεψη: 1938: έφαγε τα μούρα επί τόπου, γι’ αυτό όλοι πίστεψαν ότι είχε πιάσει ο σπόρος που της είχαν δώσει, αλλά το δένδρο δεν είχε ακόμα καρπίσει. Το δένδρο θέλει χρόνο για να αποδώσει καρπό, όπως ο πρόσφυγας χρειάζεται χρόνο για να ριζώσει στη νέα πατρίδα του.
  3. Γ’ επίσκεψη: 1939: πρώτη σημαντική αλλαγή: της προσφέρθηκε νερό όχι από το πηγάδι, αλλά από τη βρύση, γι’ αυτό και το αρνήθηκε ευγενικά. Η εξήγηση (ο σπιτονοικοκύρης διοχέτευσε τον βόθρο στο πηγάδι, αφού στο σπίτι εγκαταστάθηκε σύστημα ύδρευσης) την πίκρανε βαθιά και ανεξήγητα(Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της). Η φράση της γιαγιάς: «Θά σοῦ τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά» την τάραξε (τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ), γιατί φοβήθηκε ότι έχει αποκαλυφθεί η ταυτότητά της.

          Τήν ἄλλη φορά: δύο εκδοχές: 1η αναφέρεται σε επιπλέον επίσκεψη = άρα οι συνολικές επισκέψεις είναι πέντε. 2η  αναφέρεται αόριστα σε μια από τις προηγούμενες (άρα οι συνολικές επισκέψεις είναι τέσσερις), πράγμα πιο πιθανό, αφού σε όλες τις επισκέψεις αναφέρεται συγκεκριμένα και ξεχωριστά.

Οι Έλληνες την αντιμετώπιζαν με καχυποψία: «Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε». Ειδικά από τότε που την είδαν να την περιμένουν Τούρκοι προσκυνητές στου Κεμάλ το σπίτι, κατάλαβαν ότι έρχεται από την Τουρκία. Μέχρι τότε νόμιζαν ότι είναι τουρκόφωνη πρόσφυγας από τη Μικρασία.

Συναισθήματα: Αρχικά αισθάνθηκαν δυσαρέσκεια «Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε…. θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας;… κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι». Ύστερα προβληματίστηκαν «Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα;». Τελικά όμως, η κοινή εμπειρία, η μοίρα, η πίκρα του ξεριζωμού παραμέρισε τις εθνικές διαφορές «ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.

     4. Δ’ επίσκεψη μετά τον πόλεμο: οι αλλαγές που έχουν συμβεί έχουν αλλοιώσει τελείως τον χώρο: ο ιταλικός βομβαρδισμός είχε γκρεμίσει το σπίτι. Η γυναίκα κάθισε κατατσακισμένη πάλι στο κατώφλι που είχε διασωθεί. Η λέξη κατατσακισμένη σημαίνει κουρασμένη σωματικά αλλά κυρίως καταρρακωμένη ψυχικά. Η αναφώνηση «η τουρκάλα!» δείχνει τη σιγουριά των περιοίκων για την προέλευση και την ταυτότητα της γυναίκας. Τα συναισθήματα που προκαλεί η τελευταία αυτή επίσκεψη είναι πολύ θερμά «τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση …Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι —τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά». Το αίτιο είναι «ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της», δηλαδή ο πόνος για τον ξεριζωμό που δε λέει να κοπάσει.

3η ενότητα: §7-8η Σκέψεις και συναισθήματα για την αλλοίωση του αστικού τοπίου.

Η γυναίκα δεν ξαναφάνηκε, πράγμα φυσικό, αφού ό,τι τη συνέδεε με το παρελθόν έχει εκλείψει(το σπίτι, το πηγάδι, η ντουντιά, το κατώφλι, γενικά η γειτονιά). Ο συγγραφέας με οξύτητα (συμμορία ἐργολάβων ….ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες ….οἱ γελοῖοι…. τό πονηρό μυαλό τους.)  εκφράζει την οργή του και τον αποτροπιασμό του για το γκρέμισμα του παλιού οικιστικού περιβάλλοντος και την αντικατάστασή του με πολυκατοικίες που επιτείνουν την ασχήμια και την αποξένωση με αντάλλαγμα το χρηματικό κέρδος (φυσικά των λίγων).  Ό,τι πιο αισχρό και φρικτό δηλαδή για τον συγγραφέα. Τόσο πολύ έχει επαναστατήσει εσωτερικά, ώστε είναι διατεθειμένος να εμποδίσει την ανέγερση της νέας πολυκατοικίας που θα αντικαταστήσει το προηγούμενο εξάμβλωμα κατεβαίνοντας στα θεμέλια. Τέλος συνειρμικά αναφέρεται στην αποκάλυψη ενός ψηφιδωτού κατά την ανέγερση μιας γειτονικής πολυκατοικίας, το οποίο πρόλαβαν οι εργάτες να το καλύψουν πριν παρέμβει η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η γειτονιά το θαύμαζε, όταν μια γριά θυμήθηκε τον μπέη που έμενε σ’ αυτό το αρχοντικό και την πανέμορφη κόρη του. Κυρίως θυμήθηκε τον σπαραγμό με τον οποίο αυτή αποχωρίστηκε το σπίτι: «Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα». Αυτή η φράση αποτελεί και τη λύση του μυστηρίου, αφού προφανώς η γυναίκα είναι η κόρη του μπέη, οι επισκέψεις της οποίας αποτελούσαν μια τελετουργία επανασύνδεσης με το παρελθόν. Έτσι εξηγείται το γιατί καθόταν στο κατώφλι και έπινε μόνο το νερό του πηγαδιού και έτρωγε με ευχαρίστηση τα μούρα της ντουντιάς.

Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μυστήριο γύρω από τη γυναίκα αυτή, το οποίο σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, ξεδιπλώνεται σιγά – σιγά, δίνοντας σταγόνα – σταγόνα κάποιο στοιχείο γι’ αυτό. Στο τέλος υπαινικτικά αποκαλύπτει την ταυτότητα της γυναίκας βοηθώντας έτσι τον αναγνώστη να εξηγήσει αναδρομικά όλα τα σημεία που του δημιουργούσαν απορία.

Ιστορικά στοιχεία του αφηγήματος:

  • Ο Κεμάλ Ατατούρκ
  • Η Μικρασιατική Καταστροφή
  • Η ανταλλαγή των πληθυσμών
  • Η μεταπολεμική Ελλάδα ( άναρχη αστικοποίηση, γκρέμισμα παλιών σπιτιών, αντιπαροχή, ανέγερση νέων αντιαισθητικών πολυκατοικιών, η κερδοσκοπία, η αλλοίωση του αστικού τοπίου).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Πρωτοπρόσωπος, δραματοποιημένος, στέκεται όμως παρατηρητής με εσωτερική εστίαση.

ΧΡΟΝΟΣ

Ξεκινά με αναδρομή και διατρέχει όλη τη χρονική απόσταση από το παρελθόν μέχρι το παρόν και το μέλλον (Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος.)

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ: το παλιό αρχοντικό – τα νέα κτήρια-εξαμβλώματα / το νερό από το πηγάδι – το νερό της βρύσης / το πηγάδι – ο βόθρος

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ: ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς / κλεφτές ματιές / τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό / ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε / μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά / τό ἀφράτο μάρμαρο

ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ: ξινά σά βύσσινα

ΕΙΚΟΝΕΣ:  εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ / Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι.

ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ:

  • Τα αφηγήματα του Ιωάννου είναι μικρογραφίες της καθημερινότητας και του περιγύρου που χαρακτηρίζονται από μνημονικές ανακλήσεις, συγκινησιακό και εξομολογητικό κλίμα, ακρίβεια και καθαρότητα στη γλώσσα.
  • Γλωσσικά και υφολογικά στοιχεία: καθημερινή γλώσσα, ανάμειξη πεζολογικών στοιχείων με στοιχεία της ποιητικής ατμόσφαιρας.
  • Συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού, όπως διαμορφώνεται από τον Γ. Ιωάννου με την τεχνική του διασπασμένου και αδιάσπαστου θέματος.
  • Σημαντικός ο ρόλος της μνήμης και της παρατήρησης και της χρήσης του βιώματος ως πρώτη ύλη στην πεζογραφία του Γ. Ιωάννου.
  • Μυθοποίηση της παιδικής ηλικίας, απουσία μελοδραματισμού και έντονου συναισθηματισμού, μονομερής αφήγηση, εσωτερικός μονόλογος.

Για τον ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη

Λογοτέχνης με ξεχωριστό έργο ο Χριστόφορος Λιοντάκης, μέλος της γενιάς του ’70, ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής –πρωτίστως γαλλικών έργων–, πέθανε στις 26.7.2019, στα 74 του· είχε γεννηθεί στο Ηράκλειο το 1945. Σε προ τριετίας συνέντευξή του στον Χρήστο Αγγελάκο («Εφημερίδα των Συντακτών», 18.12.2016) είχε κατονομάσει τον Κώστα Καρυωτάκη σαν έναν από τους αγαπημένους του ποιητές. Κι ωστόσο, κάποιο από τα κρίσιμα μονοπάτια της ζωής του διασταυρώθηκε με το μονοπάτι ενός περιστασιακά «αντίδικου» του Καρυωτάκη: του Μιλτιάδη Μαλακάση. Εννοώ την ιδιαίτερα πρώιμη επαφή και των δύο, του Μεσολογγίτη και του Κρητικού, στην ηλικία του αξεδίψαστου σφουγγαριού, με μία από τις ισχυρότερες μορφές του έμμετρου λαϊκού λόγου: τα μοιρολόγια.

Στη συναγωγή αυτοβιογραφικών αφηγημάτων «Ο μεγάλος δρόμος» (Γαβριηλίδης, 2017), που φωτίζει αναδρομικά πολλά απ’ όσα άφηνε στη δικαιοδοσία της κρυπτικότητας η ποίησή του, ο Λιοντάκης θυμάται: «Στις κηδείες φοβόμουν, ωστόσο δεν ξεκολλούσα από το σπίτι όπου υπήρχε το λείψανο. Ηθελα ν’ ακούω τα μοιρολόγια». Πολλές δεκαετίες πριν, στις 13.1.1934, ο Μαλακάσης, σε συνέντευξή του στον Κλέωνα Παράσχο, για τον «Θεατή», εκμυστηρευόταν (βλ. τώρα τον β΄ τόμο των «Πεζών» του, επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, Πατάκης, 2006):

«Από την παιδική μου ηλικία, ό,τι μένει βαθύτερα χαραγμένο στη μνήμη μου, είναι η μεγάλη αγάπη που αισθανόμουν για τα πανηγύρια, για τους γάμους, για τις εξοχές, για τις κηδείες παλικαριών και κοριτσιών, που τους θρηνούσαν οι μοιρολογίστρες. Ο,τι ήταν τραγούδι, και ιδίως πονεμένο, μελαγχολικό, με συγκινούσε, μου έδινε μια δυνατή χαρά, τόση ώστε οι γονείς μου, μολονότι έβλεπαν ότι τα μοιρολόγια με πείραζαν, μ’ άφηναν, ωστόσο, να πηγαίνω και να τ’ ακούω».

Χάρη στη μαγγανεία της ποίησης, χάρη και στο ταλέντο φυσικά, η αγάπη του Λιοντάκη για τα πένθιμα τραγούδια δεν μετέτρεψε το έργο του σε μοιρολόι. Και με τον ίδιο τρόπο, η αγάπη του για τον Καρυωτάκη, με την ποιότητα και το βάθος της, έδωσε τη δυνατότητα στην ποίησή του να μη γίνει κόπια του καρυωτακισμού, ανεπτυγμένη σε ελεύθερο στίχο. Ισα ίσα. Σε δρόμο ανηφορικό από το 1973 της πρώτης κατάθεσής του με τη συλλογή «Το τέλος του τοπίου» (και τίποτε πιο ανηφορικό από την καταβύθιση στις στοές τής προς ανάκτηση παιδικής ηλικίας), η ποίησή του, σε γλώσσα διαρκώς ανήσυχη και εμπλουτιζόμενη, καταστάλαξε σε λόγο μειλίχιο, εγκάρδιο και εγκαρδιωτικό, με καλά αφομοιωμένη τη λογιοσύνη, που επισκεπτόταν συχνά την εκκλησιαστική γραμματολογία.

Ο Λιοντάκης ζήτησε –και βρήκε, για να την προσφέρει– παραμυθία στη μοναδική θεότητα που δεν έπαψε να θαυματουργεί: τη φύση, «το πρώτο του καταφύγιο, διαφυγή από τη θλίψη, στον πένθιμο περίγυρο των παιδικών του χρόνων», όπως αυτοϊστορείται στον εισαγωγικό «Απόλογο» του βιβλίου «Εικόνες που επιμένουν» (αναθεωρημένη οριστική επανέκδοση στον Γαβριηλίδη, το 2012, των τριών πρώτων συλλογών του). Κρατήθηκε από το «ληθοκτόνο άρωμα της μουσμουλιάς», την «πανσέληνη γάζα της θάλασσας», το γιασεμί που «αγωνιούσε να ηδύνει τη νύχτα». Με τη διπλή γνώση ως στωικό σύμμαχό του: «Σε μια κλωστή φεγγάρι κρέμεται το θαύμα». Αλλά και: «Λίγη σαγήνη από την ομορφιά που καταρρέει / επιμένει ακόμη να». Ετσι ο δεύτερος στίχος. Φαινομενικά ημιτελής. Σαν θεμέλιος λίθος όχι μιας Μεταφυσικής αλλά μιας Φυσικής.

Στο ποίημα «Μνήμη, α΄» του «Ημερολογίου καταστρώματος, Γ΄», ο Γιώργος Σεφέρης αντλεί δύναμη από το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, συνοψίζοντας ένα χωρίο του στον στίχο «είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Ο Λιοντάκης, στη συλλογή «Με το φως» (Καστανιώτης, 1999), και στο 12ο και τελευταίο μέλος του ποιήματος «Τα τελευταία της χελιδόνια», μένοντας σε περιβάλλον γειτονικό του σεφερικού, ανατρέχει στον Ησαΐα. Στην πρώτη ανάγνωση δείχνει να υιοθετεί το βιοθεωρητικό συμπέρασμα του προφήτη: «Πάσα σαρξ χόρτος». Η υιοθεσία όμως μαστορεύει τη νοηματική ανατροπή του βιβλικού αποσπάσματος. Στον Ησαΐα (όπως και στον απόστολο Πέτρο, που μνημονεύει ανωνύμως τον προφητικό λόγο, στην α΄ επιστολή του) το πόρισμα είναι καταθλιπτικό: «Πάσα σαρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσεν». Και στην επίσημη μετάφραση, της Βιβλικής Εταιρίας: «Ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι, και η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο. Το χορτάρι ξεραίνεται, μαραίνεται ο ανθός». Για τους πιστούς της θρησκείας, μόνο «το ρήμα του Θεού ημών μένει εις τον αιώνα». Για τους πιστούς του ανθρώπου όμως, απορφανισμένου ή μη από θεούς, το ξεραμένο χορτάρι (το θνητό που το θερίζει ο χρόνος, ο «πρωτομάστορας της φθοράς») δεν είναι το τέλος, δεν είναι η οριστική εκμηδένιση. Είναι η προϋπόθεση για να λειτουργήσει πυρετικά η αναγεννητική μηχανή της μνήμης, ώστε να ξαναφτιάξει περιβόλια με πρώτη ύλη τα μαραμένα λουλούδια και τα ξεραμένα χορτάρια. Αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση, κι άλλη δεν έχει. Γι’ αυτό και ο Λιοντάκης κλείνει ένα από τα ωραιότερα μες στη συγκινητική του απλότητα ποιήματά του παραθέτοντας το βιβλικό χωρίο, αλλά παραμυθητικά ανανοηματοδοτημένο:

«Σε βλέπω πάλι βιαστική / πριν βγει ο ήλιος να προλάβεις / ευχές να δώσεις στα βοτάνια / τους ανθούς να κόψεις της κολοκυθιάς / θειάφι στις ντοματιές να ρίξεις / τις σταφυλιές να ράνεις με χαλκό / στα περιστέρια να αλλάξεις το νερό / το δυόσμο να κορφολογήσεις. / Σε βλέπω πάλι βιαστική / να προλάβεις πριν βγει ο ήλιος / να μου φτιάξεις τσάι με κανέλα. / Μάνα, το σπίτι ξανάγινε το περιβόλι μας. / Πάσα σαρξ χόρτος». Η ευλογημένη μνήμη της μάνας αρκεί για να ηττηθεί το κλίμα μελαγχολίας που εγκαθιδρύθηκε αμέσως πριν, με το 11ο τμήμα του ίδιου ποιήματος: «Ξημέρωνε κι ασφόδελο γινότανε / το περιβόλι· γεμάτο αλμύρα που πικρόφερνε / πρόγευση του χωρισμού που πλησιάζει».

Για να παραμείνουμε στο καταφύγιο της φύσης, με οδηγό το ποίημα «Απακανθιζόμενος» (αφορμή του η θέα τού φερώνυμου αγάλματος του 3ου αιώνα π.Χ., που βρίσκεται στο Μουσείο Καπιτωλίου της Ρώμης), ο ποιητής είναι ένας μονίμως απακανθιζόμενος. Μόνο που τ’ αγκάθια της μνήμης του δεν τα πετάει. Αυτά είναι το μολύβι του. Το βλέπουμε καθαρά και στο μεταθανάτιο δώρο του Λιοντάκη στους πιστούς της ποίησης, το εκτενές ποίημα «Ενεκεν της ανωνυμίας σου», που τυπώθηκε (εκτός εμπορίου) με τη φροντίδα φίλων του. Αφορμή εδώ ένα υποφωτισμένο χωρίο στο Κατά Μάρκον. Αμέσως μετά το φίλημα του Ιούδα, όλοι εγκαταλείπουν τον Ιησού. Μόνο ένας νέος τον ακολουθεί, τυλιγμένος κατάσαρκα με σεντόνι. Τον πιάνουν όμως άλλοι νεανίσκοι και τον γδύνουν. Αυτόν τον γυμνό νέο τον βλέπει παντού ο Λιοντάκης: Στο Νταχάου, έξω από τον θάλαμο αερίων. Στη Μόσχα να δικάζεται. Στη Πράγα να αυτοπυρπολείται. Στο Πολυτεχνείο να τρέχει ανάμεσα στις σφαίρες. «Στην πλατεία Βικτωρίας να ξυρίζεσαι / με σάλιο σ’ ένα καθρεφτάκι από τη Δαμασκό» – ένας ακόμα από τους μετανάστες που έθεσε υπό τη σκέπη της η ποίηση του Λιοντάκη.FacebookTwitterEmailΜοιραστείτε

Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει τη Σμύρνη

Στις 2 Μαΐου 1919 (15 με το νέο ημερολόγιο) ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν στην προκυμαία της Σμύρνης, στο πλαίσιο της συμμαχικής εντολής που είχε λάβει. Ο Ηλίας Βενέζης γράφει: «Μια από τις συγκλονιστικές σελίδες της νεώτερης ιστορίας μας άρχισε. Εχει την οικονομία αρχαίου δράματος, την αμείλικτη αναγκαιότητά του, την κορύφωση του πάθους και της λάμψεως, την πυκνότητα της δράσεως. Και στο βάθος το πεπρωμένο που ελλοχεύει» («Μικρασία χαίρε», Εστία, 1956).

Ο δρόμος για την εξέλιξη αυτή είχε ανοίξει στις 30 Οκτωβρίου του 1918 στο Μούδρο της Λήμνου, όταν οι ηττημένοι Νεότουρκοι υποχρεώθηκαν να παραδοθούν στους συμμάχους. Την ιστορική εκείνη στιγμή είχε δρομολογηθεί η διαμόρφωση μιας νέας γεωπολιτικής κατάστασης στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα βασιζόταν πλέον στην απαλλαγή των χριστιανικών πληθυσμών από την ισλαμική κυριαρχία και στη δημιουργία εθνών-κρατών στη βάση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών.